ντέφι

ντέφι
Κρουστό μουσικό όργανο, αρχαίας προέλευσης. Αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν χάλκινα κύμβαλα ή κουδουνάκια. Η μία πλευρά του πλαισίου είναι σκεπασμένη με μεμβράνη ή κατεργασμένο δέρμα. Ο ήχος παράγεται με την κρούση ή την τριβή της μεμβράνης και με τη γρήγορη κίνηση του οργάνου ώστε τα κύμβαλα και τα κουδουνάκια να παράγουν έναν ιδιόρυθμο ήχο. To ν. ήταν γνωστό στους αρχαίους Αιγυπτίους Εβραίους, Ινδούς, Κινέζους και Άραβες. Σήμερα χρησιμοποιείται πολύ από τους Ισπανούς στους εθνικούς τους χορούς. Τουρκική χαλκογραφία του 18ου αι., που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και εικονίζει μουσικούς με λαϊκά όργανα της εποχής. Ο μουσικός που βρίσκεται στα δεξιά παίζει ντέφι, μουσικό όργανο που επιβίωσε ως τις μέρες μας. Η χαλκογραφία διακρίνεται για τον έντονο ρεαλισμό της.
* * *
το
κρουστό μουσικό όργανο που μοιάζει με μικρό τύμπανο και αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο με δέρμα στη μία βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tef].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ντέφι — το (λ. τουρκ.), μικρό τύμπανο με μεμβράνη από τη μια μόνο πλευρά: Τα τουμπελέκια οι Τσιγγάνοι ας βροντούν, βροντούν το ντέφι (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέφι — το, Ν ντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tef (πρβλ. ντέφι)] …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • βασκικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τους Βάσκους 2. «βασκικό τύμπανο» το ντέφι …   Dictionary of Greek

  • νταϊρές — ο 1. (στον καιρό τής τουρκοκρατίας) διοικητική περιφέρεια, εδαφικό τμήμα κράτους με σχετική διοικητική αυτοτέλεια 2. μουσ. είδος μικρού κρουστού οργάνου που μοιάζει με μικρό τύμπανο, ντέφι με κύμβαλα στη στεφάνη του 3. σείστρο, κουδουνίστρα.… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • ταραντέλα — Ιταλικός λαϊκός χορός. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Τάραντα. Το μουσικό του μέτρο είναι 6/8, 3/8 με τη χαρακτηριστική αδιάκοπη χρήση τρίηχων. Ο ρυθμός είναι γοργός. Συνοδεύεται από κιθάρες, ντέφι, καστανιέτες και κάποτε και από τραγούδι. Στον… …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων (Αθηνών) — Η συλλογή, έργο ζωής του Φοίβου Ανωγειαννάκη, στεγάζεται στο όμορφο και λιτό αρχοντικό του 1842, του οπλαρχηγού Λασσάνη, στην καρδιά της Πλάκας (Διογένους 1 3, Πλατεία Αέρηδων). Για τη συλλογή των 1.200 περίπου λαϊκών οργάνων, που είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”